- ανθράκευση
- η1. η κατασκευή ξυλανθράκων2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση].
Dictionary of Greek. 2013.